τοιχόκρανον

τοιχόκρανον
τοιχόκρανον
top of a wall
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τοιχόκρανον — τὸ, Α το ανώτατο άκρο, η κορυφή τού τοίχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + κρανον (< *κρᾶνον, πρβλ. κρανίον), πρβλ. κιονό κρανον] …   Dictionary of Greek

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”